- γαληνίας
- γαληνίᾱς , γαληνιάωto be calmimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τάσο, Τορκουάτο — (Tasso, Σορέντο 1544 – Ρώμη 1595). Ιταλός ποιητής. Γιος του λόγιου Μπερνάρντο, έζησε θλιμμένη παιδική ζωή εξαιτίας του πρόωρου θανάτου της μητέρας του, της έλλειψης μόνιμης κατοικίας και της ανάγκης να παρακολουθεί από παιδί, τον περιπλανώμενο… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Γιαλλινάς ή Γυαλινάς, Άγγελος — (Κέρκυρα 1857 – 1939). Ζωγράφος. Έγινε διάσημος για τις θαυμάσιες υδατογραφίες του. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον Κερκυραίο ζωγράφο Χαράλαμπο Παχή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βενετία, στη Νάπολη και στη Ρώμη. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα,… … Dictionary of Greek
Φώσκολος — Επώνυμο οικογένειας Βενετών ευγενών, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι: 1. Λεονάρδος. Στρατηγός. Έζησε τον 17o αι. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων, στην Αλβανία, στη Δαλματία και στα νησιά και διακρίθηκε… … Dictionary of Greek